Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πυρκαιά
πυρναῖος
πύρνον
πυροβόλος
πυρογενής
πυρόεις
πυροκλοπία
πυρολόγος
πυροπωλέω
πυροπώλης
πυρορραγής
πυρός
πυροφόρος
πυρόω
πυρπαλαμάομαι
πυρπάλαμος
πύρπνοος
πῦρ
πυρπολέω
πυρπόλημα
πυρπόλος
View word page
πυρορραγής
πυρορραγής πῠρορ-ρᾰγής, ές ῥήγνυμι bursting in the fire, fire-flawed, cracked, Ar.

ShortDef

bursting in the fire, fire-flawed, cracked

Debugging

Headword:
πυρορραγής
Headword (normalized):
πυρορραγής
Headword (normalized/stripped):
πυρορραγης
IDX:
28863
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28896
Key:
purorragh/s

Data

{'content': 'πυρορραγής\n πῠρορ-ρᾰγής, ές\n ῥήγνυμι\n bursting in the fire, fire-flawed, cracked, Ar.', 'key': 'purorragh/s'}