Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πυρίχρως
πυρκαιά
πυρναῖος
πύρνον
πυροβόλος
πυρογενής
πυρόεις
πυροκλοπία
πυρολόγος
πυροπωλέω
πυροπώλης
πυρορραγής
πυρός
πυροφόρος
πυρόω
πυρπαλαμάομαι
πυρπάλαμος
πύρπνοος
πῦρ
πυρπολέω
πυρπόλημα
View word page
πυροπώλης
πυροπώλης πῡρο-πώλης, ου, ὁ, πωλέω a wheat-merchant.

ShortDef

a wheat-merchant

Debugging

Headword:
πυροπώλης
Headword (normalized):
πυροπώλης
Headword (normalized/stripped):
πυροπωλης
IDX:
28862
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28895
Key:
puropw/lhs

Data

{'content': 'πυροπώλης\n πῡρο-πώλης, ου, ὁ,\n πωλέω\n a wheat-merchant.', 'key': 'puropw/lhs'}