Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πυρίχη
πυρίχρως
πυρκαιά
πυρναῖος
πύρνον
πυροβόλος
πυρογενής
πυρόεις
πυροκλοπία
πυρολόγος
πυροπωλέω
πυροπώλης
πυρορραγής
πυρός
πυροφόρος
πυρόω
πυρπαλαμάομαι
πυρπάλαμος
πύρπνοος
πῦρ
πυρπολέω
View word page
πυροπωλέω
πυροπωλέω πῡροπωλέω, fut. -ήσω to deal in wheat, Dem. from πῡροπώλης

ShortDef

to deal in wheat

Debugging

Headword:
πυροπωλέω
Headword (normalized):
πυροπωλέω
Headword (normalized/stripped):
πυροπωλεω
IDX:
28861
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28894
Key:
puropwle/w

Data

{'content': 'πυροπωλέω\n πῡροπωλέω,\n fut. -ήσω\n to deal in wheat, Dem.\n from πῡροπώλης', 'key': 'puropwle/w'}