Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πυρίφλεκτος
πυρίχη
πυρίχρως
πυρκαιά
πυρναῖος
πύρνον
πυροβόλος
πυρογενής
πυρόεις
πυροκλοπία
πυρολόγος
πυροπωλέω
πυροπώλης
πυρορραγής
πυρός
πυροφόρος
πυρόω
πυρπαλαμάομαι
πυρπάλαμος
πύρπνοος
πῦρ
View word page
πυρολόγος
πυρολόγος πῡρο-λγος, ον, πύρος, λέγω reaping wheat, Anth.
ShortDef
reaping wheat
Debugging
Headword:
πυρολόγος
Headword (normalized):
πυρολόγος
Headword (normalized/stripped):
πυρολογος
IDX:
28860
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28893
Key:
purolo/gos
Data
{'content': 'πυρολόγος\n πῡρο-λγος, ον,\n πύρος, λέγω\n reaping wheat, Anth.', 'key': 'purolo/gos'}