Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνθρωπέη
ἀνθρώπειος
ἀνθρωπεύομαι
ἀνθρωπίζω
ἀνθρωπικός
ἀνθρώπινος
ἀνθρώπιον
ἀνθρωποδαίμων
ἀνθρωποειδής
ἀνθρωποθυσία
ἀνθρωποκτόνος
ἀνθρωπόκτονος
ἀνθρωπολόγος
ἀνθρωποποιΐα
ἀνθρωποποιός
ἄνθρωπος
ἀνθρωποσφαγέω
ἀνθρωποφαγέω
ἀνθρωποφαγία
ἀνθρωποφάγος
ἀνθρωποφυής
View word page
ἀνθρωποκτόνος
ἀνθρωποκτόνος κτείνω murdering men, a homicide, Eur.

ShortDef

murdering men, a homicide

Debugging

Headword:
ἀνθρωποκτόνος
Headword (normalized):
ἀνθρωποκτόνος
Headword (normalized/stripped):
ανθρωποκτονος
IDX:
2888
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2889
Key:
a)nqrwpokto/nos

Data

{'content': 'ἀνθρωποκτόνος\n κτείνω\n murdering men, a homicide, Eur.', 'key': 'a)nqrwpokto/nos'}