Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πυριτρόφος
πυριφλεγέθων
πυριφλεγής
πυριφλέγων
πυρίφλεκτος
πυρίχη
πυρίχρως
πυρκαιά
πυρναῖος
πύρνον
πυροβόλος
πυρογενής
πυρόεις
πυροκλοπία
πυρολόγος
πυροπωλέω
πυροπώλης
πυρορραγής
πυρός
πυροφόρος
πυρόω
View word page
πυροβόλος
πυροβόλος πῠρο-βόλος, ον, βάλλω giving forth fire:— τὰ πυροβόλα bolts or arrows tipped with fire, Plut.

ShortDef

giving forth fire

Debugging

Headword:
πυροβόλος
Headword (normalized):
πυροβόλος
Headword (normalized/stripped):
πυροβολος
IDX:
28856
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28889
Key:
purobo/los

Data

{'content': 'πυροβόλος\n πῠρο-βόλος, ον,\n βάλλω\n giving forth fire:— τὰ πυροβόλα bolts or arrows tipped with fire, Plut.', 'key': 'purobo/los'}