Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πυρίτης
πυριτρόφος
πυριφλεγέθων
πυριφλεγής
πυριφλέγων
πυρίφλεκτος
πυρίχη
πυρίχρως
πυρκαιά
πυρναῖος
πύρνον
πυροβόλος
πυρογενής
πυρόεις
πυροκλοπία
πυρολόγος
πυροπωλέω
πυροπώλης
πυρορραγής
πυρός
πυροφόρος
View word page
πύρνον
πύρνον πύρνον, ου, τό, πύρινος wheaten bread, Od.
ShortDef
wheaten bread
Debugging
Headword:
πύρνον
Headword (normalized):
πύρνον
Headword (normalized/stripped):
πυρνον
IDX:
28855
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28888
Key:
pu/rnon
Data
{'content': 'πύρνον\n πύρνον, ου, τό,\n πύρινος\n wheaten bread, Od.', 'key': 'pu/rnon'}