Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πυρισμάραγος
πυρίσπαρτος
πυρίστακτος
πυρίτης
πυριτρόφος
πυριφλεγέθων
πυριφλεγής
πυριφλέγων
πυρίφλεκτος
πυρίχη
πυρίχρως
πυρκαιά
πυρναῖος
πύρνον
πυροβόλος
πυρογενής
πυρόεις
πυροκλοπία
πυρολόγος
πυροπωλέω
πυροπώλης
View word page
πυρίχρως
πυρίχρως πῠρί-χρως, ωτος, ὁ, ἡ, fire-coloured, Alcidam. ap. Arist.

ShortDef

fire-coloured

Debugging

Headword:
πυρίχρως
Headword (normalized):
πυρίχρως
Headword (normalized/stripped):
πυριχρως
IDX:
28852
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28885
Key:
puri/xrws

Data

{'content': 'πυρίχρως\n πῠρί-χρως, ωτος, ὁ, ἡ,\n fire-coloured, Alcidam. ap. Arist.', 'key': 'puri/xrws'}