Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πυριπνέων
πυρίπνοος
πυρισμάραγος
πυρίσπαρτος
πυρίστακτος
πυρίτης
πυριτρόφος
πυριφλεγέθων
πυριφλεγής
πυριφλέγων
πυρίφλεκτος
πυρίχη
πυρίχρως
πυρκαιά
πυρναῖος
πύρνον
πυροβόλος
πυρογενής
πυρόεις
πυροκλοπία
πυρολόγος
View word page
πυρίφλεκτος
πυρίφλεκτος πῠρί-φλεκτος, ον, φλέγω blazing with fire, Eur.

ShortDef

blazing with fire

Debugging

Headword:
πυρίφλεκτος
Headword (normalized):
πυρίφλεκτος
Headword (normalized/stripped):
πυριφλεκτος
IDX:
28850
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28883
Key:
puri/flektos

Data

{'content': 'πυρίφλεκτος\n πῠρί-φλεκτος, ον,\n φλέγω\n blazing with fire, Eur.', 'key': 'puri/flektos'}