Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πύρινος
πύρινος
πυριπνέων
πυρίπνοος
πυρισμάραγος
πυρίσπαρτος
πυρίστακτος
πυρίτης
πυριτρόφος
πυριφλεγέθων
πυριφλεγής
πυριφλέγων
πυρίφλεκτος
πυρίχη
πυρίχρως
πυρκαιά
πυρναῖος
πύρνον
πυροβόλος
πυρογενής
πυρόεις
View word page
πυριφλεγής
πυριφλεγής πῠρι-φλεγής, ές φλέγω flaming with fire, blazing, Eur., Xen.
ShortDef
flaming with fire, blazing
Debugging
Headword:
πυριφλεγής
Headword (normalized):
πυριφλεγής
Headword (normalized/stripped):
πυριφλεγης
IDX:
28848
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28881
Key:
puriflegh/s
Data
{'content': 'πυριφλεγής\n πῠρι-φλεγής, ές\n φλέγω\n flaming with fire, blazing, Eur., Xen.', 'key': 'puriflegh/s'}