Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πυρίληπτος
πυριμανέω
πύρινος
πύρινος
πυριπνέων
πυρίπνοος
πυρισμάραγος
πυρίσπαρτος
πυρίστακτος
πυρίτης
πυριτρόφος
πυριφλεγέθων
πυριφλεγής
πυριφλέγων
πυρίφλεκτος
πυρίχη
πυρίχρως
πυρκαιά
πυρναῖος
πύρνον
πυροβόλος
View word page
πυριτρόφος
πυριτρόφος πῠρῐ-τρόφος, ον, τρέφω cherishing fire, of billows.

ShortDef

cherishing fire

Debugging

Headword:
πυριτρόφος
Headword (normalized):
πυριτρόφος
Headword (normalized/stripped):
πυριτροφος
IDX:
28846
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28879
Key:
puritro/fos

Data

{'content': 'πυριτρόφος\n πῠρῐ-τρόφος, ον,\n τρέφω\n cherishing fire, of billows.', 'key': 'puritro/fos'}