Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πυριλαμπής
πυρίληπτος
πυριμανέω
πύρινος
πύρινος
πυριπνέων
πυρίπνοος
πυρισμάραγος
πυρίσπαρτος
πυρίστακτος
πυρίτης
πυριτρόφος
πυριφλεγέθων
πυριφλεγής
πυριφλέγων
πυρίφλεκτος
πυρίχη
πυρίχρως
πυρκαιά
πυρναῖος
πύρνον
View word page
πυρίτης
πυρίτης πῠρί_της, ου, ὁ, πῦρ of or in fire, Luc.

ShortDef

of/in fire, pyrite
wheaten

Debugging

Headword:
πυρίτης
Headword (normalized):
πυρίτης
Headword (normalized/stripped):
πυριτης
IDX:
28845
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28878
Key:
puri/ths1

Data

{'content': 'πυρίτης\n πῠρί_της, ου, ὁ,\n πῦρ\n of or in fire, Luc.', 'key': 'puri/ths1'}