Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πυρίκαυστος
πυρικοίτης
πυριλαμπής
πυρίληπτος
πυριμανέω
πύρινος
πύρινος
πυριπνέων
πυρίπνοος
πυρισμάραγος
πυρίσπαρτος
πυρίστακτος
πυρίτης
πυριτρόφος
πυριφλεγέθων
πυριφλεγής
πυριφλέγων
πυρίφλεκτος
πυρίχη
πυρίχρως
πυρκαιά
View word page
πυρίσπαρτος
πυρίσπαρτος πῠρί-σπαρτος, ον, σπείρω sowing fire, inflaming, Anth.
ShortDef
sowing fire, inflaming
Debugging
Headword:
πυρίσπαρτος
Headword (normalized):
πυρίσπαρτος
Headword (normalized/stripped):
πυρισπαρτος
IDX:
28843
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28876
Key:
puri/spartos
Data
{'content': 'πυρίσπαρτος\n πῠρί-σπαρτος, ον,\n σπείρω\n sowing fire, inflaming, Anth.', 'key': 'puri/spartos'}