Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πυριγενής
πυριγόνος
πυρίδαπτος
πυριηκής
πυριθαλπής
πυρικαής
πυρίκαυστος
πυρικοίτης
πυριλαμπής
πυρίληπτος
πυριμανέω
πύρινος
πύρινος
πυριπνέων
πυρίπνοος
πυρισμάραγος
πυρίσπαρτος
πυρίστακτος
πυρίτης
πυριτρόφος
πυριφλεγέθων
View word page
πυριμανέω
πυριμανέω πῠρῐ-μᾰνέω, fut. -ήσω μαίνομαι to break out into a furious blaze, Plut.
ShortDef
to break out into a furious blaze
Debugging
Headword:
πυριμανέω
Headword (normalized):
πυριμανέω
Headword (normalized/stripped):
πυριμανεω
IDX:
28837
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28870
Key:
purimane/w
Data
{'content': 'πυριμανέω\n πῠρῐ-μᾰνέω,\n fut. -ήσω\n μαίνομαι\n to break out into a furious blaze, Plut.', 'key': 'purimane/w'}