Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνθρωπάρεσκος
ἀνθρωπάριον
ἀνθρωπέη
ἀνθρώπειος
ἀνθρωπεύομαι
ἀνθρωπίζω
ἀνθρωπικός
ἀνθρώπινος
ἀνθρώπιον
ἀνθρωποδαίμων
ἀνθρωποειδής
ἀνθρωποθυσία
ἀνθρωποκτόνος
ἀνθρωπόκτονος
ἀνθρωπολόγος
ἀνθρωποποιΐα
ἀνθρωποποιός
ἄνθρωπος
ἀνθρωποσφαγέω
ἀνθρωποφαγέω
ἀνθρωποφαγία
View word page
ἀνθρωποειδής
ἀνθρωποειδής εἶδος like a man, in human form, Hdt.
ShortDef
like a man, in human form
Debugging
Headword:
ἀνθρωποειδής
Headword (normalized):
ἀνθρωποειδής
Headword (normalized/stripped):
ανθρωποειδης
IDX:
2886
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2887
Key:
a)nqrwpoeidh/s
Data
{'content': 'ἀνθρωποειδής\n εἶδος\n like a man, in human form, Hdt.', 'key': 'a)nqrwpoeidh/s'}