Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πυριάτη
πυρία
πυριατήριον
πυριγενέτης
πυριγενής
πυριγόνος
πυρίδαπτος
πυριηκής
πυριθαλπής
πυρικαής
πυρίκαυστος
πυρικοίτης
πυριλαμπής
πυρίληπτος
πυριμανέω
πύρινος
πύρινος
πυριπνέων
πυρίπνοος
πυρισμάραγος
πυρίσπαρτος
View word page
πυρίκαυστος
πυρίκαυστος πῠρί-καυστος, ον, or -καυτος, burnt in fire, Il.

ShortDef

burnt in fire

Debugging

Headword:
πυρίκαυστος
Headword (normalized):
πυρίκαυστος
Headword (normalized/stripped):
πυρικαυστος
IDX:
28833
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28866
Key:
puri/kaustos

Data

{'content': 'πυρίκαυστος\n πῠρί-καυστος, ον,\n or -καυτος, burnt in fire, Il.', 'key': 'puri/kaustos'}