Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πυρητόκος
πυρήφατος
πυρηφόρος
πυριάτη
πυρία
πυριατήριον
πυριγενέτης
πυριγενής
πυριγόνος
πυρίδαπτος
πυριηκής
πυριθαλπής
πυρικαής
πυρίκαυστος
πυρικοίτης
πυριλαμπής
πυρίληπτος
πυριμανέω
πύρινος
πύρινος
πυριπνέων
View word page
πυριηκής
πυριηκής πῠρι-ηκής, ές ἀκή with fiery point, Od.
ShortDef
with fiery point
Debugging
Headword:
πυριηκής
Headword (normalized):
πυριηκής
Headword (normalized/stripped):
πυριηκης
IDX:
28830
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28863
Key:
purihkh/s
Data
{'content': 'πυριηκής\n πῠρι-ηκής, ές\n ἀκή\n with fiery point, Od.', 'key': 'purihkh/s'}