Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πυρή
πυρητόκος
πυρήφατος
πυρηφόρος
πυριάτη
πυρία
πυριατήριον
πυριγενέτης
πυριγενής
πυριγόνος
πυρίδαπτος
πυριηκής
πυριθαλπής
πυρικαής
πυρίκαυστος
πυρικοίτης
πυριλαμπής
πυρίληπτος
πυριμανέω
πύρινος
πύρινος
View word page
πυρίδαπτος
πυρίδαπτος πῠρί-δαπτος, ον, δάπτω devoured by fire, Aesch.

ShortDef

devoured by fire

Debugging

Headword:
πυρίδαπτος
Headword (normalized):
πυρίδαπτος
Headword (normalized/stripped):
πυριδαπτος
IDX:
28829
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28862
Key:
puri/daptos

Data

{'content': 'πυρίδαπτος\n πῠρί-δαπτος, ον,\n δάπτω\n devoured by fire, Aesch.', 'key': 'puri/daptos'}