Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνθρήνιον
ἀνθρωπάρεσκος
ἀνθρωπάριον
ἀνθρωπέη
ἀνθρώπειος
ἀνθρωπεύομαι
ἀνθρωπίζω
ἀνθρωπικός
ἀνθρώπινος
ἀνθρώπιον
ἀνθρωποδαίμων
ἀνθρωποειδής
ἀνθρωποθυσία
ἀνθρωποκτόνος
ἀνθρωπόκτονος
ἀνθρωπολόγος
ἀνθρωποποιΐα
ἀνθρωποποιός
ἄνθρωπος
ἀνθρωποσφαγέω
ἀνθρωποφαγέω
View word page
ἀνθρωποδαίμων
ἀνθρωποδαίμων a man-god, i. e. a deified man, Eur.

ShortDef

a man-god

Debugging

Headword:
ἀνθρωποδαίμων
Headword (normalized):
ἀνθρωποδαίμων
Headword (normalized/stripped):
ανθρωποδαιμων
IDX:
2885
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2886
Key:
a)nqrwpodai/mwn

Data

{'content': 'ἀνθρωποδαίμων\n a man-god, i. e. a deified man, Eur.', 'key': 'a)nqrwpodai/mwn'}