Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πυρδαής
πυρεῖον
πυρέσσω
πυρετός
πυρεύς
πυρήνεμος
πυρήν
πυρή
πυρητόκος
πυρήφατος
πυρηφόρος
πυριάτη
πυρία
πυριατήριον
πυριγενέτης
πυριγενής
πυριγόνος
πυρίδαπτος
πυριηκής
πυριθαλπής
πυρικαής
View word page
πυρηφόρος
πυρηφόρος πῡρη-φόρος, ον, πυρός, φέρω poetic for πυροφόρος wheat-bearing, Od.

ShortDef

wheat-bearing

Debugging

Headword:
πυρηφόρος
Headword (normalized):
πυρηφόρος
Headword (normalized/stripped):
πυρηφορος
IDX:
28822
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28855
Key:
purhfo/ros

Data

{'content': 'πυρηφόρος\n πῡρη-φόρος, ον,\n πυρός, φέρω\n poetic for πυροφόρος\n wheat-bearing, Od.', 'key': 'purhfo/ros'}