Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πυργῶτις
πυρδαής
πυρεῖον
πυρέσσω
πυρετός
πυρεύς
πυρήνεμος
πυρήν
πυρή
πυρητόκος
πυρήφατος
πυρηφόρος
πυριάτη
πυρία
πυριατήριον
πυριγενέτης
πυριγενής
πυριγόνος
πυρίδαπτος
πυριηκής
πυριθαλπής
View word page
πυρήφατος
πυρήφατος πῠρή-φᾰτος, ον, πυρός, πέφαται 3rd sg. perf. pass. of *φένω π. λάτρις Δήμητρος the wheat-slaying servant of Demeter, i. e. a millstone, Anth.

ShortDef

the wheat-slaying

Debugging

Headword:
πυρήφατος
Headword (normalized):
πυρήφατος
Headword (normalized/stripped):
πυρηφατος
IDX:
28821
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28854
Key:
purh/fatos

Data

{'content': 'πυρήφατος\n πῠρή-φᾰτος, ον,\n πυρός, πέφαται 3rd sg. perf. pass. of *φένω\n π. λάτρις Δήμητρος the wheat-slaying servant of Demeter, i. e. a millstone, Anth.', 'key': 'purh/fatos'}