Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πύργωμα
πυργῶτις
πυρδαής
πυρεῖον
πυρέσσω
πυρετός
πυρεύς
πυρήνεμος
πυρήν
πυρή
πυρητόκος
πυρήφατος
πυρηφόρος
πυριάτη
πυρία
πυριατήριον
πυριγενέτης
πυριγενής
πυριγόνος
πυρίδαπτος
πυριηκής
View word page
πυρητόκος
πυρητόκος πῠρη-τόκος, ον, πῦρ, τεκεῖν producing fire, Anth.
ShortDef
producing fire
Debugging
Headword:
πυρητόκος
Headword (normalized):
πυρητόκος
Headword (normalized/stripped):
πυρητοκος
IDX:
28820
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28853
Key:
purhto/kos
Data
{'content': 'πυρητόκος\n πῠρη-τόκος, ον,\n πῦρ, τεκεῖν\n producing fire, Anth.', 'key': 'purhto/kos'}