Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πυργοφύλαξ
πυργόω
πυργώδης
πύργωμα
πυργῶτις
πυρδαής
πυρεῖον
πυρέσσω
πυρετός
πυρεύς
πυρήνεμος
πυρήν
πυρή
πυρητόκος
πυρήφατος
πυρηφόρος
πυριάτη
πυρία
πυριατήριον
πυριγενέτης
πυριγενής
View word page
πυρήνεμος
πυρήνεμος πῡρή-νεμος, ον, ἄνεμος fanning fire, Anth.
ShortDef
fanning fire
Debugging
Headword:
πυρήνεμος
Headword (normalized):
πυρήνεμος
Headword (normalized/stripped):
πυρηνεμος
IDX:
28817
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28850
Key:
purh/nemos
Data
{'content': 'πυρήνεμος\n πῡρή-νεμος, ον,\n ἄνεμος\n fanning fire, Anth.', 'key': 'purh/nemos'}