Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνθρήνη
ἀνθρήνιον
ἀνθρωπάρεσκος
ἀνθρωπάριον
ἀνθρωπέη
ἀνθρώπειος
ἀνθρωπεύομαι
ἀνθρωπίζω
ἀνθρωπικός
ἀνθρώπινος
ἀνθρώπιον
ἀνθρωποδαίμων
ἀνθρωποειδής
ἀνθρωποθυσία
ἀνθρωποκτόνος
ἀνθρωπόκτονος
ἀνθρωπολόγος
ἀνθρωποποιΐα
ἀνθρωποποιός
ἄνθρωπος
ἀνθρωποσφαγέω
View word page
ἀνθρώπιον
ἀνθρώπιον Dim. of ἄνθρωπος, a manikin, Lat. homuncio, Eur., Xen.: a paltry fellow, Xen.
ShortDef
little guy, manikin
Debugging
Headword:
ἀνθρώπιον
Headword (normalized):
ἀνθρώπιον
Headword (normalized/stripped):
ανθρωπιον
IDX:
2884
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2885
Key:
a)nqrw/pion
Data
{'content': 'ἀνθρώπιον\n Dim. of ἄνθρωπος, a manikin, Lat. homuncio, Eur., Xen.: a paltry fellow, Xen.', 'key': 'a)nqrw/pion'}