Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πυργοφόρος
πυργοφύλαξ
πυργόω
πυργώδης
πύργωμα
πυργῶτις
πυρδαής
πυρεῖον
πυρέσσω
πυρετός
πυρεύς
πυρήνεμος
πυρήν
πυρή
πυρητόκος
πυρήφατος
πυρηφόρος
πυριάτη
πυρία
πυριατήριον
πυριγενέτης
View word page
πυρεύς
πυρεύς πῠρεύς, έως, ὁ, πῦρ a fire-proof vessel, Anth.
ShortDef
a fire-proof vessel
Debugging
Headword:
πυρεύς
Headword (normalized):
πυρεύς
Headword (normalized/stripped):
πυρευς
IDX:
28816
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28849
Key:
pureu/s
Data
{'content': 'πυρεύς\n πῠρεύς, έως, ὁ,\n πῦρ\n a fire-proof vessel, Anth.', 'key': 'pureu/s'}