Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πυργοφορέω
πυργοφόρος
πυργοφύλαξ
πυργόω
πυργώδης
πύργωμα
πυργῶτις
πυρδαής
πυρεῖον
πυρέσσω
πυρετός
πυρεύς
πυρήνεμος
πυρήν
πυρή
πυρητόκος
πυρήφατος
πυρηφόρος
πυριάτη
πυρία
πυριατήριον
View word page
πυρετός
πυρετός πῠρετός, οῦ, ὁ, πῦρ burning heat, fiery heat, Il. feverish heat, a fever, Ar., etc.
ShortDef
burning heat, fiery heat
Debugging
Headword:
πυρετός
Headword (normalized):
πυρετός
Headword (normalized/stripped):
πυρετος
IDX:
28815
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28848
Key:
pureto/s
Data
{'content': 'πυρετός\n πῠρετός, οῦ, ὁ,\n πῦρ\n burning heat, fiery heat, Il.\n feverish heat, a fever, Ar., etc.', 'key': 'pureto/s'}