Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πύργινος
πυργοδάϊκτος
πυργομαχέω
πύργος
πυργοφορέω
πυργοφόρος
πυργοφύλαξ
πυργόω
πυργώδης
πύργωμα
πυργῶτις
πυρδαής
πυρεῖον
πυρέσσω
πυρετός
πυρεύς
πυρήνεμος
πυρήν
πυρή
πυρητόκος
πυρήφατος
View word page
πυργῶτις
πυργῶτις πυργῶτις, ιδος, fem. adj. towering, Aesch.

ShortDef

towering

Debugging

Headword:
πυργῶτις
Headword (normalized):
πυργῶτις
Headword (normalized/stripped):
πυργωτις
IDX:
28811
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28844
Key:
purgw=tis

Data

{'content': 'πυργῶτις\n πυργῶτις, ιδος,\n fem. adj. towering, Aesch.', 'key': 'purgw=tis'}