Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄνθραξ
ἀνθρήνη
ἀνθρήνιον
ἀνθρωπάρεσκος
ἀνθρωπάριον
ἀνθρωπέη
ἀνθρώπειος
ἀνθρωπεύομαι
ἀνθρωπίζω
ἀνθρωπικός
ἀνθρώπινος
ἀνθρώπιον
ἀνθρωποδαίμων
ἀνθρωποειδής
ἀνθρωποθυσία
ἀνθρωποκτόνος
ἀνθρωπόκτονος
ἀνθρωπολόγος
ἀνθρωποποιΐα
ἀνθρωποποιός
ἄνθρωπος
View word page
ἀνθρώπινος
ἀνθρώπινος ἄνθρωπος of, from or belonging to man, human, Hdt., etc.; ἅπαν τὸ ἀνθρώπινον all mankind, Hdt.; τὸ ἀνθρ. γένος Plat.; τὰ ἀνθρ. πράγματα or τἀνθρώπινα human affairs, manʼs estate, Plat. human, suited to man, Plat., Arist. adv., ἀνθρωπίνως ἁμαρτάνειν to commit human, i. e. venial, errors, Thuc. humanely, gently, Dem.

ShortDef

belonging to mankind; human

Debugging

Headword:
ἀνθρώπινος
Headword (normalized):
ἀνθρώπινος
Headword (normalized/stripped):
ανθρωπινος
IDX:
2883
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2884
Key:
a)nqrw/pinos

Data

{'content': 'ἀνθρώπινος\n ἄνθρωπος\n of, from or belonging to man, human, Hdt., etc.; ἅπαν τὸ ἀνθρώπινον all mankind, Hdt.; τὸ ἀνθρ. γένος Plat.; τὰ ἀνθρ. πράγματα or τἀνθρώπινα human affairs, manʼs estate, Plat.\n human, suited to man, Plat., Arist.\n adv., ἀνθρωπίνως ἁμαρτάνειν to commit human, i. e. venial, errors, Thuc.\n humanely, gently, Dem.', 'key': 'a)nqrw/pinos'}