Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πυραυγής
πυργηδόν
πυργηρέομαι
πυργήρης
πυργίδιον
πύργινος
πυργοδάϊκτος
πυργομαχέω
πύργος
πυργοφορέω
πυργοφόρος
πυργοφύλαξ
πυργόω
πυργώδης
πύργωμα
πυργῶτις
πυρδαής
πυρεῖον
πυρέσσω
πυρετός
πυρεύς
View word page
πυργοφόρος
πυργοφόρος πυργο-φόρος, ον, bearing a tower, of Cybele, Anth.
ShortDef
bearing a tower
Debugging
Headword:
πυργοφόρος
Headword (normalized):
πυργοφόρος
Headword (normalized/stripped):
πυργοφορος
IDX:
28806
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28839
Key:
purgofo/ros
Data
{'content': 'πυργοφόρος\n πυργο-φόρος, ον,\n bearing a tower, of Cybele, Anth.', 'key': 'purgofo/ros'}