Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πυρά
πυραυγής
πυργηδόν
πυργηρέομαι
πυργήρης
πυργίδιον
πύργινος
πυργοδάϊκτος
πυργομαχέω
πύργος
πυργοφορέω
πυργοφόρος
πυργοφύλαξ
πυργόω
πυργώδης
πύργωμα
πυργῶτις
πυρδαής
πυρεῖον
πυρέσσω
πυρετός
View word page
πυργοφορέω
πυργοφορέω πυργοφορέω, fut. -ήσω to bear a tower or towers, Luc. from πυργοφόρος
ShortDef
to bear a tower
Debugging
Headword:
πυργοφορέω
Headword (normalized):
πυργοφορέω
Headword (normalized/stripped):
πυργοφορεω
IDX:
28805
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28838
Key:
purgofore/w
Data
{'content': 'πυργοφορέω\n πυργοφορέω,\n fut. -ήσω\n to bear a tower or towers, Luc.\n from πυργοφόρος', 'key': 'purgofore/w'}