Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πυραμίς
πυραμοῦς
πυρά
πυραυγής
πυργηδόν
πυργηρέομαι
πυργήρης
πυργίδιον
πύργινος
πυργοδάϊκτος
πυργομαχέω
πύργος
πυργοφορέω
πυργοφόρος
πυργοφύλαξ
πυργόω
πυργώδης
πύργωμα
πυργῶτις
πυρδαής
πυρεῖον
View word page
πυργομαχέω
πυργομαχέω πυργο-μᾰχέω, fut. -ήσω μάχομαι to assault a tower, Xen.
ShortDef
to assault a tower
Debugging
Headword:
πυργομαχέω
Headword (normalized):
πυργομαχέω
Headword (normalized/stripped):
πυργομαχεω
IDX:
28803
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28836
Key:
purgomaxe/w
Data
{'content': 'πυργομαχέω\n πυργο-μᾰχέω,\n fut. -ήσω\n μάχομαι\n to assault a tower, Xen.', 'key': 'purgomaxe/w'}