Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πυράγρα
πυραγρέτης
πυρακτέω
πυραμίς
πυραμοῦς
πυρά
πυραυγής
πυργηδόν
πυργηρέομαι
πυργήρης
πυργίδιον
πύργινος
πυργοδάϊκτος
πυργομαχέω
πύργος
πυργοφορέω
πυργοφόρος
πυργοφύλαξ
πυργόω
πυργώδης
πύργωμα
View word page
πυργίδιον
πυργίδιον πυργίδιον (ῐ), ου, τό, Dim. of πύργος, Ar.

ShortDef

small tower; farm building

Debugging

Headword:
πυργίδιον
Headword (normalized):
πυργίδιον
Headword (normalized/stripped):
πυργιδιον
IDX:
28800
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28833
Key:
purgi/dion

Data

{'content': 'πυργίδιον\n πυργίδιον (ῐ), ου, τό,\n Dim. of πύργος, Ar.', 'key': 'purgi/dion'}