Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πύππαξ
πυράγρα
πυραγρέτης
πυρακτέω
πυραμίς
πυραμοῦς
πυρά
πυραυγής
πυργηδόν
πυργηρέομαι
πυργήρης
πυργίδιον
πύργινος
πυργοδάϊκτος
πυργομαχέω
πύργος
πυργοφορέω
πυργοφόρος
πυργοφύλαξ
πυργόω
πυργώδης
View word page
πυργήρης
πυργήρης πυργ-ήρης, ες *ἄρω of a place, fortified, ap. Paus.

ShortDef

fortified

Debugging

Headword:
πυργήρης
Headword (normalized):
πυργήρης
Headword (normalized/stripped):
πυργηρης
IDX:
28799
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28832
Key:
purgh/rhs

Data

{'content': 'πυργήρης\n πυργ-ήρης, ες\n *ἄρω\n of a place, fortified, ap. Paus.', 'key': 'purgh/rhs'}