Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πυός
πύππαξ
πυράγρα
πυραγρέτης
πυρακτέω
πυραμίς
πυραμοῦς
πυρά
πυραυγής
πυργηδόν
πυργηρέομαι
πυργήρης
πυργίδιον
πύργινος
πυργοδάϊκτος
πυργομαχέω
πύργος
πυργοφορέω
πυργοφόρος
πυργοφύλαξ
πυργόω
View word page
πυργηρέομαι
πυργηρέομαι πυργηρέομαι, Pass. to be shut up as in a tower, to be beleaguered, Aesch., Eur. from πυργήρης
ShortDef
to be shut up as in a tower, to be beleaguered
Debugging
Headword:
πυργηρέομαι
Headword (normalized):
πυργηρέομαι
Headword (normalized/stripped):
πυργηρεομαι
IDX:
28798
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28831
Key:
purghre/omai
Data
{'content': 'πυργηρέομαι\n πυργηρέομαι,\n Pass. to be shut up as in a tower, to be beleaguered, Aesch., Eur.\n from πυργήρης', 'key': 'purghre/omai'}