Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πυνθάνομαι
πύξινος
πυξίον
πυξίς
πύξος
πύξ
πυός
πύππαξ
πυράγρα
πυραγρέτης
πυρακτέω
πυραμίς
πυραμοῦς
πυρά
πυραυγής
πυργηδόν
πυργηρέομαι
πυργήρης
πυργίδιον
πύργινος
πυργοδάϊκτος
View word page
πυρακτέω
πυρακτέω πῠρ-ακτέω, fut. -ήσω ἄγω to turn in the fire, to harden in the fire, char, Od.

ShortDef

to turn in the fire, to harden in the fire, char

Debugging

Headword:
πυρακτέω
Headword (normalized):
πυρακτέω
Headword (normalized/stripped):
πυρακτεω
IDX:
28792
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28825
Key:
purakte/w

Data

{'content': 'πυρακτέω\n πῠρ-ακτέω,\n fut. -ήσω\n ἄγω\n to turn in the fire, to harden in the fire, char, Od.', 'key': 'purakte/w'}