Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνθρακίζω
ἀνθρακόω
ἄνθραξ
ἀνθρήνη
ἀνθρήνιον
ἀνθρωπάρεσκος
ἀνθρωπάριον
ἀνθρωπέη
ἀνθρώπειος
ἀνθρωπεύομαι
ἀνθρωπίζω
ἀνθρωπικός
ἀνθρώπινος
ἀνθρώπιον
ἀνθρωποδαίμων
ἀνθρωποειδής
ἀνθρωποθυσία
ἀνθρωποκτόνος
ἀνθρωπόκτονος
ἀνθρωπολόγος
ἀνθρωποποιΐα
View word page
ἀνθρωπίζω
ἀνθρωπίζω to be or act like a man, Luc.
ShortDef
to act like a man
Debugging
Headword:
ἀνθρωπίζω
Headword (normalized):
ἀνθρωπίζω
Headword (normalized/stripped):
ανθρωπιζω
IDX:
2881
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2882
Key:
a)nqrwpi/zw
Data
{'content': 'ἀνθρωπίζω\n to be or act like a man, Luc.', 'key': 'a)nqrwpi/zw'}