Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Πυλόθεν
Πυλοιγενής
Πυλόνδε
Πύλος
πύλος
πυλουρός
πυλόω
πύλωμα
πυλών
πυλωρέω
πυλωρός
πυματηγόρος
πύματος
πύνδαξ
πυνθάνομαι
πύξινος
πυξίον
πυξίς
πύξος
πύξ
πυός
View word page
πυλωρός
πυλωρός πῠλ-ωρός, οῦ, ὁ, a gate-keeper, warder, porter (v. πυλαωρός), Aesch., Eur.; also as fem., ἡ π. δωμάτων γυνή Eur.:—metaph., τοῖον πυλωρὸν φύλακα τροφῆς such a watchful guardian of thy life, Soph.

ShortDef

a gate-keeper, warder, porter

Debugging

Headword:
πυλωρός
Headword (normalized):
πυλωρός
Headword (normalized/stripped):
πυλωρος
IDX:
28778
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28811
Key:
pulwro/s

Data

{'content': 'πυλωρός\n πῠλ-ωρός, οῦ, ὁ,\n a gate-keeper, warder, porter (v. πυλαωρός), Aesch., Eur.; also as fem., ἡ π. δωμάτων γυνή Eur.:—metaph., τοῖον πυλωρὸν φύλακα τροφῆς such a watchful guardian of thy life, Soph.', 'key': 'pulwro/s'}