Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀγριόφωνος
ἀγριόω
ἀγριωπός
ἀγροβότης
ἀγρογείτων
ἀγροδότης
ἀγρόθεν
ἀγροικία
ἀγροικίζομαι
ἄγροικος
ἀγροιώτης
ἀγρόνδε
ἀγρονόμος
ἀγρός
ἀγρότερος
ἀγροτήρ
ἀγρότης
ἀγροφύλαξ
ἀγρυπνέω
ἀγρυπνητικός
ἀγρυπνία
View word page
ἀγροιώτης
ἀγροιώτης = ἀγρότης I a countryman, Hom., Hes., etc. as adj. rustic, Anth. ἀγρόμενος, Epic aor2 part. pass. of ἀγείρω.
ShortDef
a countryman
Debugging
Headword:
ἀγροιώτης
Headword (normalized):
ἀγροιώτης
Headword (normalized/stripped):
αγροιωτης
IDX:
288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n288
Key:
a)groiw/ths
Data
{'content': 'ἀγροιώτης\n = ἀγρότης I\n a countryman, Hom., Hes., etc.\n as adj. rustic, Anth. ἀγρόμενος, Epic aor2 part. pass. of ἀγείρω.', 'key': 'a)groiw/ths'}