Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πυκτίς2
Πυλαγορέω
Πυλαγόρης
Πυλαία
πυλαϊκός
πυλαιμάχος
πυλαῖος
Πύλαι
πυλάρτης
πυλᾶτις
πυλαωρός
Πυληγενής
Πυληγόρος
πυληδόκος
πύλη
πυλίς
Πυλόθεν
Πυλοιγενής
Πυλόνδε
Πύλος
πύλος
View word page
πυλαωρός
πυλαωρός πῠλᾰ-ωρός, οῦ, ὁ, Epic for πυλωρός keeping the gate, a gate-keeper, Il. (Altered, to suit the Epic metre, from πυλαορός, cf. τιμάορος, τιμωρός, and v. οὖρος custos.)

ShortDef

keeping the gate, a gate-keeper

Debugging

Headword:
πυλαωρός
Headword (normalized):
πυλαωρός
Headword (normalized/stripped):
πυλαωρος
IDX:
28762
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28795
Key:
pulawro/s

Data

{'content': 'πυλαωρός\n πῠλᾰ-ωρός, οῦ, ὁ,\n Epic for πυλωρός\n keeping the gate, a gate-keeper, Il. (Altered, to suit the Epic metre, from πυλαορός, cf. τιμάορος, τιμωρός, and v. οὖρος custos.)', 'key': 'pulawro/s'}