Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πυκτικός
πυκτίς
πυκτίς2
Πυλαγορέω
Πυλαγόρης
Πυλαία
πυλαϊκός
πυλαιμάχος
πυλαῖος
Πύλαι
πυλάρτης
πυλᾶτις
πυλαωρός
Πυληγενής
Πυληγόρος
πυληδόκος
πύλη
πυλίς
Πυλόθεν
Πυλοιγενής
Πυλόνδε
View word page
πυλάρτης
πυλάρτης πῠλ-άρτης, ου, ὁ, ἄρω gate-fastener, he that keeps the gates of hell, Hom.
ShortDef
gate-fastener, he that keeps the gates of hell
Pylartes
Debugging
Headword:
πυλάρτης
Headword (normalized):
πυλάρτης
Headword (normalized/stripped):
πυλαρτης
IDX:
28760
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28793
Key:
pula/rths
Data
{'content': 'πυλάρτης\n πῠλ-άρτης, ου, ὁ,\n ἄρω\n gate-fastener, he that keeps the gates of hell, Hom.', 'key': 'pula/rths'}