Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πύκνωμα
πυκτεύω
πύκτης
πυκτικός
πυκτίς
πυκτίς2
Πυλαγορέω
Πυλαγόρης
Πυλαία
πυλαϊκός
πυλαιμάχος
πυλαῖος
Πύλαι
πυλάρτης
πυλᾶτις
πυλαωρός
Πυληγενής
Πυληγόρος
πυληδόκος
πύλη
πυλίς
View word page
πυλαιμάχος
πυλαιμάχος πυλαι-μάχος, ον, μάχομαι fighting at the gates, or at Pylos, Ar.

ShortDef

fighting at the gates

Debugging

Headword:
πυλαιμάχος
Headword (normalized):
πυλαιμάχος
Headword (normalized/stripped):
πυλαιμαχος
IDX:
28757
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28790
Key:
pulaima/xos

Data

{'content': 'πυλαιμάχος\n πυλαι-μάχος, ον,\n μάχομαι\n fighting at the gates, or at Pylos, Ar.', 'key': 'pulaima/xos'}