Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πυκνός
πυκνόστικτος
πυκνότης
πυκνόω
πύκνωμα
πυκτεύω
πύκτης
πυκτικός
πυκτίς
πυκτίς2
Πυλαγορέω
Πυλαγόρης
Πυλαία
πυλαϊκός
πυλαιμάχος
πυλαῖος
Πύλαι
πυλάρτης
πυλᾶτις
πυλαωρός
Πυληγενής
View word page
Πυλαγορέω
Πυλαγορέω Πῠλᾱγορέω, to be or act as a Πυλαγόρας, Dem.
ShortDef
to be delegate to the Amphictyonic Council at Pylae
Debugging
Headword:
Πυλαγορέω
Headword (normalized):
πυλαγορέω
Headword (normalized/stripped):
πυλαγορεω
IDX:
28753
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28786
Key:
*pulagore/w
Data
{'content': 'Πυλαγορέω\n Πῠλᾱγορέω,\n to be or act as a Πυλαγόρας, Dem.', 'key': '*pulagore/w'}