Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πυκνίτης
πυκνόπτερος
πυκνορράξ
πυκνός
πυκνόστικτος
πυκνότης
πυκνόω
πύκνωμα
πυκτεύω
πύκτης
πυκτικός
πυκτίς
πυκτίς2
Πυλαγορέω
Πυλαγόρης
Πυλαία
πυλαϊκός
πυλαιμάχος
πυλαῖος
Πύλαι
πυλάρτης
View word page
πυκτικός
πυκτικός πυκτικός, ή, όν skilled in boxing, Plat.: —ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of boxing, Plat. of or for boxers, Plat.

ShortDef

skilled in boxing

Debugging

Headword:
πυκτικός
Headword (normalized):
πυκτικός
Headword (normalized/stripped):
πυκτικος
IDX:
28750
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28783
Key:
puktiko/s

Data

{'content': 'πυκτικός\n πυκτικός, ή, όν\n skilled in boxing, Plat.: —ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of boxing, Plat.\n of or for boxers, Plat.', 'key': 'puktiko/s'}