Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πυκιμηδής
πυκινόφρων
πυκνίτης
πυκνόπτερος
πυκνορράξ
πυκνός
πυκνόστικτος
πυκνότης
πυκνόω
πύκνωμα
πυκτεύω
πύκτης
πυκτικός
πυκτίς
πυκτίς2
Πυλαγορέω
Πυλαγόρης
Πυλαία
πυλαϊκός
πυλαιμάχος
πυλαῖος
View word page
πυκτεύω
πυκτεύω πυκτεύω, fut. -σω to practise boxing, box, spar, Xen., etc.; εἰς κρᾶτα π. to strike with the fist on the head, Eur. from πύκτης
ShortDef
to practise boxing, box, spar
Debugging
Headword:
πυκτεύω
Headword (normalized):
πυκτεύω
Headword (normalized/stripped):
πυκτευω
IDX:
28748
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28781
Key:
pukteu/w
Data
{'content': 'πυκτεύω\n πυκτεύω,\n fut. -σω\n to practise boxing, box, spar, Xen., etc.; εἰς κρᾶτα π. to strike with the fist on the head, Eur.\n from πύκτης', 'key': 'pukteu/w'}