Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνθοφόρος
ἀνθοφυής
ἀνθρακιά
ἀνθρακίας
ἀνθρακίζω
ἀνθρακόω
ἄνθραξ
ἀνθρήνη
ἀνθρήνιον
ἀνθρωπάρεσκος
ἀνθρωπάριον
ἀνθρωπέη
ἀνθρώπειος
ἀνθρωπεύομαι
ἀνθρωπίζω
ἀνθρωπικός
ἀνθρώπινος
ἀνθρώπιον
ἀνθρωποδαίμων
ἀνθρωποειδής
ἀνθρωποθυσία
View word page
ἀνθρωπάριον
ἀνθρωπάριον Dim. of ἄνθρωπος, a manikin, Ar.

ShortDef

a manikin

Debugging

Headword:
ἀνθρωπάριον
Headword (normalized):
ἀνθρωπάριον
Headword (normalized/stripped):
ανθρωπαριον
IDX:
2877
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2878
Key:
a)nqrwpa/rion

Data

{'content': 'ἀνθρωπάριον\n Dim. of ἄνθρωπος, a manikin, Ar.', 'key': 'a)nqrwpa/rion'}