Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πύθω
πυκάεις
πυκάζω
πύκα
πυκιμηδής
πυκινόφρων
πυκνίτης
πυκνόπτερος
πυκνορράξ
πυκνός
πυκνόστικτος
πυκνότης
πυκνόω
πύκνωμα
πυκτεύω
πύκτης
πυκτικός
πυκτίς
πυκτίς2
Πυλαγορέω
Πυλαγόρης
View word page
πυκνόστικτος
πυκνόστικτος πυκνό-στικτος, ον, thick-spotted, dappled, ἔλαφοι Soph.
ShortDef
thick-spotted, dappled
Debugging
Headword:
πυκνόστικτος
Headword (normalized):
πυκνόστικτος
Headword (normalized/stripped):
πυκνοστικτος
IDX:
28744
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28777
Key:
pukno/stiktos
Data
{'content': 'πυκνόστικτος\n πυκνό-στικτος, ον,\n thick-spotted, dappled, ἔλαφοι Soph.', 'key': 'pukno/stiktos'}