Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Πυθών
Πύθων
Πυθώ
πύθω
πυκάεις
πυκάζω
πύκα
πυκιμηδής
πυκινόφρων
πυκνίτης
πυκνόπτερος
πυκνορράξ
πυκνός
πυκνόστικτος
πυκνότης
πυκνόω
πύκνωμα
πυκτεύω
πύκτης
πυκτικός
πυκτίς
View word page
πυκνόπτερος
πυκνόπτερος πυκνό-πτερος, ον, πτερόν thick-feathered, π. ἀηδόνες, where it seems to be a poet. periphr. for πυκναί, multitudinous, Soph.
ShortDef
thick-feathered
Debugging
Headword:
πυκνόπτερος
Headword (normalized):
πυκνόπτερος
Headword (normalized/stripped):
πυκνοπτερος
IDX:
28741
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28774
Key:
pukno/pteros
Data
{'content': 'πυκνόπτερος\n πυκνό-πτερος, ον,\n πτερόν\n thick-feathered, π. ἀηδόνες, where it seems to be a poet. periphr. for πυκναί, multitudinous, Soph.', 'key': 'pukno/pteros'}