Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Πυθῶνάδε
Πυθωνόθεν
Πυθών
Πύθων
Πυθώ
πύθω
πυκάεις
πυκάζω
πύκα
πυκιμηδής
πυκινόφρων
πυκνίτης
πυκνόπτερος
πυκνορράξ
πυκνός
πυκνόστικτος
πυκνότης
πυκνόω
πύκνωμα
πυκτεύω
πύκτης
View word page
πυκινόφρων
πυκινόφρων πῠκῐνό-φρων, ονος, ὁ, ἡ, = πυκιμηδής, Hhymn.

ShortDef

of close or cautious mind, shrewd

Debugging

Headword:
πυκινόφρων
Headword (normalized):
πυκινόφρων
Headword (normalized/stripped):
πυκινοφρων
IDX:
28739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28772
Key:
pukino/frwn

Data

{'content': 'πυκινόφρων\n πῠκῐνό-φρων, ονος, ὁ, ἡ,\n = πυκιμηδής, Hhymn.', 'key': 'pukino/frwn'}