Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνθοσύνη
ἀνθοφορέω
ἀνθοφόρος
ἀνθοφυής
ἀνθρακιά
ἀνθρακίας
ἀνθρακίζω
ἀνθρακόω
ἄνθραξ
ἀνθρήνη
ἀνθρήνιον
ἀνθρωπάρεσκος
ἀνθρωπάριον
ἀνθρωπέη
ἀνθρώπειος
ἀνθρωπεύομαι
ἀνθρωπίζω
ἀνθρωπικός
ἀνθρώπινος
ἀνθρώπιον
ἀνθρωποδαίμων
View word page
ἀνθρήνιον
ἀνθρήνιον ἀνθρήνη a waspʼs nest, Ar.
ShortDef
a wasp's nest
Debugging
Headword:
ἀνθρήνιον
Headword (normalized):
ἀνθρήνιον
Headword (normalized/stripped):
ανθρηνιον
IDX:
2875
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2876
Key:
a)nqrh/nion
Data
{'content': 'ἀνθρήνιον\n ἀνθρήνη\n a waspʼs nest, Ar.', 'key': 'a)nqrh/nion'}