Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνθοσμίας
ἄνθος
ἀνθοσύνη
ἀνθοφορέω
ἀνθοφόρος
ἀνθοφυής
ἀνθρακιά
ἀνθρακίας
ἀνθρακίζω
ἀνθρακόω
ἄνθραξ
ἀνθρήνη
ἀνθρήνιον
ἀνθρωπάρεσκος
ἀνθρωπάριον
ἀνθρωπέη
ἀνθρώπειος
ἀνθρωπεύομαι
ἀνθρωπίζω
ἀνθρωπικός
ἀνθρώπινος
View word page
ἄνθραξ
ἄνθραξ charcoal, coal, Ar., Thuc.

ShortDef

charcoal, coal

Debugging

Headword:
ἄνθραξ
Headword (normalized):
ἄνθραξ
Headword (normalized/stripped):
ανθραξ
IDX:
2873
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2874
Key:
a)/nqrac

Data

{'content': 'ἄνθραξ\n charcoal, coal, Ar., Thuc.', 'key': 'a)/nqrac'}